Σεβαστόγνωστος

Σεβαστόγνωστος
Σεβαστό-γνωστος, ον,
A known to the Emperor, amicus Caesaris,

γένους γενόμενος λαμπροῦ καὶ -ου IPE12.43

(Olbia, iii A.D.): paraphrased by μέχρι τᾶς τῶν Σεβαστῶν γνώσεως προκόψαντος ib.79.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σεβαστόγνωστος — ον, Α τιμητική προσφώνηση τών φίλων τού αυτοκράτορα («γένους γενόμενος λαμπροῡ καὶ σεβαστογνώστου», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + γνωστός (< γιγνώσκω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”